-
1 ἐρημία
ἐρημ-ία, ἡ,I of places, a solitude, desert, wilderness, Hdt.3.98, A.Pr.2, etc. ;ἡ Σκυθῶν ἐ. Ar.Ach. 704
;ἀφίκετ' εἰς ἐ. Id.Lys. 787
; ἕρπει εἰς τὰς ἐρημίας to solitary places, Arist.HA 610b24, etc.II as a state or condition, solitude, loneliness, ἐρημίαν ἄγειν, to keep alone, E.Med.50 ;μονάδ' ἔχουσ' ἐ. Id.Ba. 609
(troch.) ;ἐρημίας τυχών Id.El. 510
; ; of persons, isolation, destitution, S.OC 957, Lys.18.25 ;πολλὴν ἡμῶν ἐ. καταγνόντες Is.1.2
; δι' ἐρημίαν from being left alone, Th.1.71, cf. 3.67 ;ἐρημίας ἐπειλημμένοι D.3.27
;εὑρετικὸν εἶναί φασι τὴν ἐ. Men.39
.b of places, desolation,ἐρημίᾳ δοῦναί τι E.Tr.97
; ἐρημία..πόλιν ὅταν λάβῃ ib.26 ;ἀτριβὴς ὑπ' ἐρημίας Th.4.8
.2 c. gen., want of, absence,φίλων X.Mem. 2.2.14
; ἀρσένων, βροτῶν, ἀνδρῶν, E.Hec. 1017,Ba. 875 (lyr., pl.), Th. 6.102 ; (lyr.), etc. ; δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος without finding any enemy, X.HG3.4.21 ; τὴν ἐ. τῶν κωλυσόντων ὁρῶν seeing that there would be none to hinder him, D.4.49 ; ἐ. σώματος, = κενόν, Zeno Stoic.1.26 ; even ἐ. κακῶν freedom from evil, E. HF 1157.
См. также в других словарях:
υλώδης — ες / ὑλώδης, ῶδες, ΝΑ [ύλη] ο καλυμμένος από δάσος, σύδενδρος, δασώδης («ὑλώδης τε καὶ ἀτριβὴς πᾱσα ὑπ ἐρημίας ἦν», Θουκ.) αρχ. 1. υλικός 2. ο γεμάτος ιλύ, πηλώδης, θολός («πρὸς χωρία δύσιππα καὶ ποταμὸν ὑλώδη καὶ τραχύν», Πλούτ.) 3. (το ουδ.… … Dictionary of Greek